λιτώνω

λιτώνω
λιτώνω (Μ)
1. ατιμάζω, εξευτελίζω
2. βεβηλώνω, μιαίνω
3. παραβαίνω κάτι, δεν τό τηρώ
4. περιφρονώ
5. αποκομίζω καρπούς, τρυγώ, καρπώνομαι
6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) λιτωμένος -η, -ον
ανίερος, ανόσιος, βέβηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”